Δικαίωμα στη στέγη και στεγαστική πολιτική

Η Νομαρχιακή Επιτροπή ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Α’ Αθήνας επεξεργάστηκε προγραμματικές θέσεις, σκοπός των οποίων είναι να δημιουργήσουν ένα θεσμικό πλαίσιο πολιτικής στήριξης του δικαιώματος στη στέγη. Οι ακόλουθες προτάσεις κατατέθηκαν ως συμβολή στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στις 2, 3 και 4 Ιουλίου 2021. Έγιναν αποδεκτές και συμπεριλήφθηκαν στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Η πρόσβαση στην κατοικία αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρωμένο στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αλλά και στο Σύνταγμα της Ελλάδας. Η διασφάλιση του δικαιώματος στη στέγη έχει βρεθεί στο επίκεντρο των διεκδικήσεων πολύμορφων κινημάτων που αναπτύχθηκαν σε πολλές μητροπόλεις τις τελευταίες δεκαετίες, σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής.

Από τη σκοπιά μας, η στέγαση αποτελεί βασική πολιτική διεκδίκηση, η οποία δεν πρέπει να επαφίεται στην αυτορρύθμιση της αγοράς ή να αντιμετωπίζεται ως ένα αμιγώς «ατομικό ζήτημα», αλλά αποτελεί δικαίωμα που το κράτος οφείλει να διασφαλίζει μέσα από την άσκηση στεγαστικής πολιτικής υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Στην Ελλάδα, το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης (περίπου 74%) έχει χρησιμοποιηθεί διαχρονικά από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ως άλλοθι για την ανυπαρξία κοινωνικής πολιτικής για τη στέγαση.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το στεγαστικό ζήτημα επιδεινώθηκε. Η ραγδαία αύξηση των υπερχρεωμένων νοικοκυριών σε συνδυασμό με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν υπέρ των τραπεζών, η απώλεια του λαϊκού εισοδήματος ως αποτέλεσμα της κρίσης, η κατάργηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας με το 2ο μνημόνιο, αλλά και η ραγδαία αύξηση των τιμών των ενοικίων και η αλματώδης επέκταση του φαινομένου της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτων, οδήγησαν την προηγούμενη δεκαετία σε έκρηξη των στεγαστικών ανισοτήτων, που πήρε διαφορετικές μορφές (αστεγία, αναγκαστική μεταφορά σε χειρότερες συνθήκες στέγασης, δυσκολία πρόσβασης σε βιώσιμη κατοικία κλπ.). Σημαντική παρακαταθήκη αποτελεί η θέσπιση του επιδόματος ενοικίου στις αρχές του 2019 από τη Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η όξυνση της στεγαστικής κρίσης ως συνέπεια της πανδημίας και των πολιτικών αντιμετώπισής της από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθιστά την προσπάθεια για την κατάρτιση ενός συνολικού σχεδίου/πρότασης για τη στέγη επιτακτική ανάγκη.

Η αντιμετώπιση του στεγαστικού ζητήματος επιβάλλει την συγκρότηση ενός σχεδίου, το οποίο θα στηρίζεται σε εθνικούς πόρους, αλλά θα αντλεί επίσης πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης ειδικά για το θέμα της στέγασης, ακολουθώντας το παράδειγμα της Πορτογαλίας, που θα αξιοποιήσει 1,2 δις για την υποστήριξη της πρόσβασης σε στέγη για τουλάχιστον 26.000 νοικοκυριά, πέρα από τα 300εκ που αξιοποιεί για ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων.

Πτυχές του στεγαστικού ζητήματος

Οι νέες αντικειμενικές αξίες ακινήτων που ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση το καλοκαίρι του 2021, επισύρουν αυξήσεις κατά μέσο όρο 19,5% για το 55% των ζωνών στο σύνολο της επικράτειας, ενώ οι επιμέρους αυξήσεις που προκύπτουν είναι ακόμα μεγαλύτερες. Η αύξηση των αντικειμενικών αξιών θα επιβαρύνει σημαντικά τον ΕΝΦΙΑ σε χαμηλές και μεσαίες ιδιοκτησίες, καθώς και άλλους 20 φόρους και τέλη επί των ακινήτων. Η αύξηση των αντικειμενικών αξιών, εν μέσω πανδημίας και οικονομικής κρίσης, θα οδηγήσει σε μεγάλες επιβαρύνσεις εκατοντάδες για χιλιάδες λαϊκά νοικοκυριά και μεσαία στρώματα, ενώ η τελευταία παρέμβαση της κυβέρνησης στον ΕΝΦΙΑ έδειξε ότι κύριο μέλημά της είναι η ελάφρυνση των μεγάλων ιδιοκτησιών και των υψηλών εισοδημάτων. Εφόσον η αύξηση των αντικειμενικών συνοδευτεί από κατάργηση μέρους του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ, όπως αναφέρουν δημοσιεύματα, τούτο σημαίνει ότι οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας, οι κάτοικοι της Δυτικής Αθήνας αλλά και όλων των ζωνών των οποίων οι τιμές αυξάνονται, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης, θα πληρώσουν την κατάργηση του φόρου των πλουσίων κατοικιών.

Επιπλέον, η προσωρινή διακοπή της ραγδαίας τουριστικής εκμετάλλευσης κατοικιών και η, ανερξάρτητη από το ύψος των μισθών και τις τιμές άλλων βασικών αναγκών, αύξηση των ενοικίων αναμένεται να συνεχιστεί με το πέρας της πανδημίας και να οδηγήσει στην περαιτέρω όξυνση της στεγαστικής επισφάλειας που πλήττει μεγάλα τμήματα των φτωχών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων τα τελευταία χρόνια όπως αποτυπώνονται και στους δείκτες υλικής στέρησης της ΕΛΣΤΑΤ:

  • Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιοί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,7% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,0% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό
  • Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 17,9%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 34,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 14,3%
  • Οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα έχει το 17,9% (μη φτωχά 14,3%, φτωχά 34,1%)
  • Διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπια κουφώματα αντιμετωπίζει το 12,5% νοικοκυριών (18,4% φτωχά, 11,2% μη φτωχά)
  • Το 5,3% αντιμετωπίζει το πρόβλημα της διαβίωσης σε σκοτεινά δωμάτια (7,4%, μη φτωχά 4,8%)
  • Ανησυχητικά είναι επιπλέον και η ποσοστιαία (%) κατανομή των νοικοκυριών με επιβάρυνση από τις δαπάνες στέγασης με διάκριση σε φτωχά και μη φτωχά νοικοκυριά: Μεγάλη επιβάρυνση αντιμετωπίζει το 52,7% (φτωχά 78,3%, μη φτωχά 47,2%), ενώ μέτρια το 43,9% (20,4% φτωχός ,μη φτωχός 49,0%)
  • Τα ποσοστά (%) των νοικοκυριών με δυσκολίες ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών με διάκριση σε φτωχά και μη φτωχά νοικοκυριά αναδεικνύουν ότι και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα δυσκολεύονται σε αξιοσημείωτο βαθμό να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους σε σχέση με την κατοικία: Δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή ενοικίου για την κατοικία ή δόση δανείου κύριας κατοικίας αντιμετωπίζει το 30,4 % (43,2% φτωχά, μη φτωχά 27,4%), εν δυσκολία στην πληρωμή άλλων πάγιων λογαριασμών (ηλεκτρικού ρεύματος, νερού, φυσικού αερίου κ.λπ.) το 32,6% (58,6% φτωχά, μη φτωχά 26,9%)

Μεγάλο ποσοστότου πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία αντιμετωπίζει στενότητα χώρου, με το ποσοστό αυτό να ανέρχεται σχεδόν στο μισό για τον φτωχό πληθυσμό με επιπλέον προβλήματα ακαταλληλότητας (διαρροή στη στέγη, υγρασία σε τοίχους, πατώματα, θεμέλια ή σάπια κουφώματα, διαβίωση σε σκοτεινά δωμάτια), ενώ μεγάλο είναι αντίστοιχα και το πλήθος των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, με το 58,6% των φτωχών νοικοκυριών να δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου.

Τις μεγαλύτερες δυσκολίες σε σχέση με την κατοικία αντιμετωπίζουν οι ενοικιαστές, ο μεγαλύτερος αριθμός των οποίων διαμένει σε αστικά κέντρα –σε αντιδιαστολή με την επαρχία όπου καταγράφεται ποσοστό ιδιοκατοίκησης που αγγίζει το 90% .

Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (2019) στην Ελλάδα το 69,4% των ανθρώπων της ηλικιακής ομάδας 18-34 ζει κάτω από την ίδια στέγη με τους γονείς του (77,1% των ανδρών, 61,8% των γυναικών). Ενώ στην ηλικιακή κατηγορία 25-34 τα αντίστοιχα ποσοστά ανέρχονται σε 57,8% (68,6% των ανδρών και 47,1% των γυναικών). Στη χώρα μας οι νέοι εγκαταλείπουν την οικογενειακή κατοικία κατά μέσο όρο στην ηλικία των 29 ετών, όταν αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρώπη βρίσκεται στα 25 έτη.

Επιβάρυνση λόγω στεγαστικού κόστους

Ως στεγαστικό κόστος ορίζεται το σύνολο των δαπανών ενός νοικοκυριού για την κατοικία του και περιλαμβάνει πληρωμές ενοικίων και δανείων, καταβολές φόρων ακινήτων και λειτουργικά έξοδα (ηλεκτρική ενέργεια, ύδρευση, θέρμανση κ.ά.). Υπερβολική επιβάρυνση από το στεγαστικό κόστος θεωρείται σύμφωνα με την ΕΕ όταν το στεγαστικό κόστος υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος του νοικοκυριού. Στην Ελλάδα το στεγαστικό κόστος σημείωσε ραγδαία αύξηση από το 2010 και έπειτα, όταν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατακόρυφα. Το 2007 το ποσοστό του πληθυσμού που αντιμετώπιζε υπερβολική επιβάρυνση από το στεγαστικό κόστος ήταν 15,8%, το 2018 το ποσοστό ανήλθε σε 39,5%, την ώρα ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος ανήλθε σε μόλις 9,8%1.

Στην Ελλάδα το 2018 υπερβολική επιβάρυνση από το στεγαστικό κόστος είχε το 28,8% των ιδιοκτητών κατοικίας χωρίς στεγαστικό δάνειο και το 29,2% των ιδιοκτητών κατοικίας με στεγαστικό δάνειο. Το αντίστοιχο ποσοστό για ενοικιαστές έφτανε το 83%, το τελευταίο είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, όπου ο μέσος όρος ανήλθε το 2018 σε 26,4%2 .

Προς αντιμετώπιση των ως άνω φαινομένων, η Νομαρχιακή Επιτροπή επεξεργάστηκε προγραμματικές θέσεις, σκοπός των οποίων είναι να δημιουργήσουν ένα θεσμικό πλαίσιο πολιτικής στήριξης του δικαιώματος στη στέγη. Οι ακόλουθες προτάσεις κατατέθηκαν ως συμβολή στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία στις 2, 3 και 4 Ιουλίου 2021. Έγιναν αποδεκτές και συμπεριλήφθηκαν στις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ:

Πολιτικές στήριξης του δικαιώματος στη στέγη

  1. Άξονες δράσης του σχεδίου για τη στήριξη της κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας ή της Στρατηγικής για το δικαίωμα στην στέγη

Το σχέδιο αυτό θα ξεδιπλώνεται σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Κατ’ αρχάς χρειάζεται η συγκρότηση ενός πλέγματος πολιτικών στήριξης του δικαιώματος στη στέγη και άμβλυνσης των στεγαστικών ανισοτήτων. Τέτοιες πολιτικές είναι οι προνοιακές παροχές στέγασης σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες (επιδόματα στέγασης, επιδότηση ενοικίου κλπ.) καθώς και η εφαρμογή στοχευμένων προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών φτωχών νοικοκυριών αλλά και ανακαίνισης νέων, σε συνδυασμό με την δημιουργία Ενεργειακών Κοινοτήτων για την μείωση του κόστους και την αυτοδιαχείριση της ενέργειας σε τοπικό επίπεδο. Κρίσιμο ζήτημα είναι ειδικά η στήριξη των νέων ανθρώπων για την εύρεση ή τη διατήρηση στέγης (π.χ. παροχή βοηθημάτων για στέγαση σε νέους ανέργους ή επισφαλώς εργαζόμενους/ες).

  1. Συγκρότηση φορέα κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής

Αναγκαία είναι η επανασυγκρότηση ενός φορέα κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής. Που θα αναλάβει επιτελικά τον σχεδιασμό, τον συντονισμό και την παρακολούθηση της κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής, με την ενεργό εμπλοκή και συνεργασία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Στο πλαίσιο αυτό, κατά προτεραιότητα, θα εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας, με προτεραιότητα στην επισκευή και επαναχρησιμοποίηση του υπάρχοντος αποθέματος, ιδιαίτερα των κενών κτιρίων που ανήκουν σε ιδιώτες ή στο Δημόσιο και η χρήση των οποίων θα μπορούσε επίσης να «ζωντανέψει» την εικόνα μιας πόλης). Μακροπρόθεσμος στόχος ενός τέτοιου σχεδίου είναι η δημιουργία ενός μητρώου/ δεξαμενής αποθέματος κατοικιών διαθέσιμα για κοινωνική στέγαση, έξω από το πεδίο της αγοράς ακινήτων.

3. Ρύθμιση της αγοράς ακινήτων

Είναι απαραίτητο, ακόμα, να καταρτιστεί και να εφαρμοστεί ένα σχέδιο θεσμικής ρύθμισης του πεδίου της αγοράς και της επιθετικής κερδοσκοπικής δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων, αλλά και του φαινομένου της βραχυχρόνιας μίσθωσης που εκτοπίζει μόνιμους κατοίκους από το κέντρο της Αθήνας και από πολλές άλλες περιοχές στην Ελλάδα, οδηγώντας στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Αυτό το σχέδιο θα μπορούσε να περιλαμβάνει εισαγωγή περιορισμών –χρονικοί περιορισμοί, δυνατότητα μίσθωσης συγκεκριμένου αριθμού ακινήτων ανά ΑΦΜ- και να δίνει περιθώριο τέτοιων παρεμβάσεων και στους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Παράλληλα, σημαντική παρέμβαση για την ρύθμιση περιοχών όπου υπάρχει ανεξέλεγκτη ανατίμηση ή και πρόσκαιρη «στοχευμένη» υποτίμηση τιμών γης και ενοικίων είναι η θέσπιση κανόνων «πλαφόν» ενοικίου και αξιών γης για ακίνητα από τη μεριά της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η ρύθμιση, η οποία θα υλοποιείται με παράλληλη σειρά μέτρων για τη διατήρηση της κοινωνικής μίξης, αποτελεί μέτρο για διασφάλιση της αναχαίτισης του φαινομένου του «εξευγενισμού» (gentrification) που παρατηρείται κυρίως σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας.

Εμβληματική παρέμβαση: Να ιδρυθεί ξεχωριστή διοικητική δομή που να έχει ως αποκλειστική αρμοδιότητα τη διασφάλιση του δικαιώματος στη στέγαση και για τη συγκρότηση προγράμματος για τη δημιουργία μονάδων κοινωνικής και οικονομικά προσιτής κατοικίας από το Ταμείο Ανάκαμψης.

1Eurostat (2018) Housing Overburden Rate

2Μπαλαμπανίδης, Δ./Παπατζανή, Ε./Πέττας Δ. (2021): Το Airbnb στην Πόλη. Ευκαιρία ή απειλή; Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2021. σ. 85 & Eurostat (2020) Distribution of population by housing cost burden and tenure status.